- αρχιτρίκλινος
- ἀρχιτρίκλινος, ο (AM)ο συμποσίαρχος, ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχιτρίκλινος — ο ο συμποσίαρχος, ο αρχισερβιτόρος: Στις αυλές των βασιλιάδων της Ανατολής υπήρχε πάντα και ο αρχιτρίκλινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιτρίκλινος — ἀρχιτρίκλῑνος , ἀρχιτρίκλινος president of a banquet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
architriclino — (Del gr. arkhi + triklinon, comedor.) ► sustantivo masculino HISTORIA Persona encargada de dirigir los banquetes, entre los griegos y romanos. * * * architriclino (del lat. «architriclīnus», del gr. «architríklinos») m. Persona encargada, entre… … Enciclopedia Universal
NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
τρίκλινο — Αρχικά, το ρωμαϊκό τ. ήταν τραπέζι, που από τις 3 πλευρές του τοποθετούσαν ισάριθμα κρεβάτια (κλίνες) για τους καλεσμένους, οι οποίοι έτρωγαν ξαπλωμένοι, γερμένοι στην αριστερή πλευρά τους. Ο οικοδεσπότης ήταν ξαπλωμένος στην επάνω άκρη του… … Dictionary of Greek
ՏԱՃԱՐԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0842 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Պետ տաճարի (ըստ ամենայն նշ.): Որպէս νεωκόρος aedituus ἁρχιερεύς pontifex ἰεράρχης qui sacris praeest. Մեհենապետ. քրմապետ. եւ քրմուհի. *Տաճարացն իսկ տաճարապետք եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀρχιτρικλίνοις — ἀρχιτρικλί̱νοις , ἀρχιτρίκλινος president of a banquet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτρικλίνῳ — ἀρχιτρικλί̱νῳ , ἀρχιτρίκλινος president of a banquet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιτρίκλινοι — ἀρχιτρίκλῑνοι , ἀρχιτρίκλινος president of a banquet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)